- οχτάωρος
- -η, -οβλ. οκτάωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκτάωρος — και οχτάωρος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωρο το χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
οκτάωρος — οκτάωρος, η, ο και οχτάωρος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί οχτώ ώρες. 2. ως ουσ., οχτάωρο,το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας: Το οχτάωρο καθιερώθηκε με τη διεθνή σύμβαση εργασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)